φυγόπολις

φυγόπολις
και ποιητ. τ. φυγόπτολις, -ι, Α
αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- τού αορ. β' -φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + -πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισό-πολις, φιλό-πολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φυγόπολις — fleeing from a city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγοπόλιδος — φυγόπολις fleeing from a city fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγόπολι — φυγόπολις fleeing from a city fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • φυγόπτολις — ι, Α (ποιητ. τ.) βλ. φυγόπολις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”